inviTED

Υπάρχουν ποιητές;

Άρθρα Κοινού

«Πώς το 'φέραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή», έγραψε, περίπου το ’70, ο Μάνος Ελευθερίου στο ποίημά του «Μαλαματένια λόγια». Στη συνέχεια, μελοποιήθηκε και σήμερα το τραγουδάμε, σπαράζοντας σχεδόν, σε καλοκαιρινές συναυλίες με φίλους και αγαπημένους.

Η διαδρομή είναι μακροσκελής, πλημμυρισμένη μυθολογία, πολέμους, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, αλλά και έρωτα, πάθος, ζωή, ευτυχία, θάνατο. Ξεκινά από τα βάθη των αιώνων με τους επικούς ποιητές. Φτάνει στην μεταπολεμική εποχή με ποιήματα-ορόσημα της διαχρονικότητας. Καταλήγει στο σήμερα, σαν κληροδότημα για το μέλλον. Η συγκινησιακή της αίγλη ατέρμονη, αλλά παράλληλα απόμακρη, σαν κάτι απαγορευμένο, όμως τόσο δελεαστικό που σε μαγνητίζει. Γίνεται να δώσουμε αμέτρητους ορισμούς στην ποίηση, ωστόσο κανένας δεν θα μπορούσε να σταθεί αντάξιος της ομορφιάς και της γοητείας της. Σε μια ύστατη προσπάθεια εγκλωβισμού του νοήματός της, αρκεί να παραθέσουμε τον όρο συγκίνηση, σαν κινητήρια δύναμη της γέννησης της.

Τι ήταν όμως αυτό που συγκίνησε τον άνθρωπο αιώνες και χρόνια πριν ώστε να μετουσιώσει αυτή την αχόρταγη επιθυμία σε λέξεις; Η ίδια ζωή, με όλα τα δεινά και τα καλά της. Μα πολύ περισσότερο, η ίδια εκείνη αβάσταχτη επιθυμία που ζει μέσα μας, γιατί άλλωστε ο ποιητής από τα σπλάχνα του τρέφεται, από τα μεράκια και τις λαχτάρες του. Πρόκειται για μια έκφραση συναισθημάτων δίχως προηγούμενο, οι σκέψεις γίνονται συναίσθημα, το συναίσθημα μετουσιώνεται σε λέξεις, και οι λέξεις αίσθηση που μας λυτρώνει ή και μας κομματιάζει ενίοτε. Γιατί μέσα στους στίχους της αντικρίζουμε τις πληγές μας, τις ευλογίες μας, την αλήθεια μας, την τόσο καλά κρυμμένη από βλέμματα τρίτων. Γιατί η ποίηση μας προξενεί συγκίνηση, χαράσσεται στην καρδιά μας, ξεβολεύει τις αισθήσεις μας, μας παραλύει.

Η ποίηση όμως δεν νοείται δίχως τον δημιουργό της. Ευεργέτης και μάστορας, σκαλίζει τις μνήμες και πονάει, γλείφει τις τραχιές αναμνήσεις και σκιρτά, με ένα φύσημα δίνει πνοή και με χρώμα πορφυρό ντύνει τις αισθήσεις. Και ο ποιητής άνθρωπος υπήρξε, μα κάποιος τον προσφώνησε Θεό. Από αυτό το βάρος που αποδόθηκε στον τίτλο του, ο ποιητής μούδιασε και πείστηκε πως το χάρισμα αυτό είναι για λίγους. Έτσι και στις μέρες ο άνθρωπος φοβάται να αυτοαποκαλεστεί ποιητής, από άγχος μη και παραποιήσει το νόημα του. Μα τι άλλο θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος εκείνος που βιώνει τις στιγμές του με τέτοια ένταση, με τέτοιο πόνο και λαχτάρα; Είναι εκείνος που θα θυμώσει μπροστά στην αδικία, που θα φωνάξει με την ψυχή του για ελευθερία, που θα δακρύσει για έναν έρωτα, που θα σκιρτήσει στο φιλί και θα νοσταλγήσει την ανάμνηση.

Είμαστε όλοι κρυφά και φανερά ποιητές της ζωής μας, όχι εξαιτίας της σπουδαίας κληρονομιάς μας, μα χάρη στην ανεξάντλητη επιθυμία μας να νιώθουμε και να πονάμε. Γιατί τι είναι άλλωστε ο άνθρωπος δίχως τις κινητήριες δυνάμεις του; Ένα κορμί δίχως φωνή. Ας μην φοβόμαστε να αισθανθούμε και να απορροφήσουμε ερεθίσματα. Ίσως τότε να υπάρξουν πραγματικά ποιητές.

Συντάκτης: Στέλλα Σταθεροπούλου
#inviTED