photo episode B pt.1

«Έπεσαν οι μάσκες» Photo-Episode B, pt.1

Άρθρα Ομάδας

Ήταν μία από εκείνες τις ανοιξιάτικες μέρες που και η ίδια η φύση φαινόταν να συνωμοτεί για την ευτυχία σου. Η Ροζαλία είχε ξυπνήσει αρκετά πρωί, είναι από τους ανθρώπους που απολαμβάνουν τη ρουτίνα τους και βρίσκουν ανακούφιση στην αιώνια επανάληψη των κινήσεών τους. Έφτιαξε λοιπόν το αγαπημένο της ρόφημα, μαύρο τσάι με δύο κουταλιές μέλι και λίγο γάλα, έκατσε στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι του μπαλκονιού της και αποφάσισε να περιμένει την εμφάνιση των πρώτων αχτίδων του ηλίου. Ένας εσωτερικός διάλογος είχε ήδη κατακλίσει τις σκέψεις της,

«Άραγε τι να κάνουν οι υπόλοιποι άνθρωποι τώρα στους μικρόκοσμους των διαμερισμάτων τους;… Είναι πραγματικά ευτυχισμένοι;... Τόσο κοντά και τόσο μακριά ταυτόχρονα ο ένας από τον άλλον»

Η έννοια της διττότητας και των δυνατοτήτων της, τη γοήτευε και συχνά τη χρησιμοποιούσε ως παιχνίδι στις εσωτερικές της αναζητήσεις. Το χάδι του ηλίου στο πρόσωπό της, εκείνο το ζεστό σχεδόν μητρικό άγγιγμά του, την επανέφερε στην πραγματικότητα, γεμίζοντας την με ένα αίσθημα ανέλπιστης χαράς. Αποφάσισε να ετοιμαστεί και να πάει στο μαγαζί του κύριου Νεκτάριου. Ο κύριος Νεκτάριος ήταν ένας ιδιόρρυθμος και λιγάκι απότομος άνθρωπος γύρω στα εβδομήντα που διατηρούσε ένα μικρό αλλά πανέμορφο ανθοπωλείο κοντά στο κέντρο της πόλης. Τις περισσότερες φορές θα τον πετύχαινες να ακούει μουσική από ένα παλιό πικάπ της εποχής του και όταν κάποια στιγμή η Ροζαλία τον ρώτησε «Γιατί πικάπ;», της είχε απαντήσει «Γιατί τα λουλούδια ακούνε και νιώθουν». Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μία ιδιαίτερη σχέση πέντε ετών από λιγοστές αλλά ουσιώδεις στιχομυθίες. Θα έλεγε κανείς πως εκείνη τον θαύμαζε για τη σοφία των χρόνων που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του, ενώ εκείνος καμάρωνε κρυφά τη ζωντάνια της νιότης της και τις αμέτρητες επιλογές που η ίδια χαρίζει. Τους ένωνε από την πρώτη κιόλας μέρα η αγάπη που μοιράζονταν για το ίδιο λουλούδι, το ηλιοτρόπιο (ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που ο κύριος Νεκτάριος ξεχώριζε τη Ροζαλία), ήταν άλλωστε η πιο πιστή του πελάτης και η νεότερη φίλη του. Η Ροζαλία είχε φτάσει.

-Καλημέρα κύριε Νεκτάριε, ήρθα να πάρω δύο από τα πιο όμορφα ηλιοτρόπια της πόλης.

-Καλημέρα Ροζαλία μου, έχουμε ήλιο σήμερα στον παράδεισο, σε περίμενα.

Καθώς ο κύριος Νεκτάριος ετοίμαζε τα ηλιοτρόπια, την προσοχή της Ροζαλίας τράβηξε μία αφίσα που με κόκκινα γράμματα έγραφε «Ο έμπορος της Βενετίας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σήμερα στις 21:00 και για μόνο μία παράσταση στο Βασιλικό Θέατρο. Η Ροζαλία λάτρευε το θέατρο, την έκανε να αισθάνεται ήρεμη και τις περισσότερες φορές έβρισκε πιο γοητευτικό τον κόσμο που παρουσιαζόταν επί σκηνής, σαν εκείνοι που πατούν το σανίδι να ζουν πιο αληθινά και να βλέπουν πιο καθαρά από τους υπόλοιπους. Έβγαλε μία φωτογραφία την αφίσα. Θα προτείνω στους φίλους μου να είναι αυτή η σημερινή μας έξοδος σκέφτηκε και αμέσως την έστειλε στην ομαδική τους συνομιλία. Ο κύριος Νεκτάριος, που είχε παρατηρήσει την κίνηση της αυτή, δίνοντας της τα λουλούδια, ρώτησε:

-Γνωρίζεις κάτι για το έργο;

-Όχι, αλλά ελπίζω να μάθω κάτι σήμερα.

-Να προτείνεις στους αληθινούς σου φίλους να πάτε, απάντησε ο κύριος Νεκτάριος με ένα αινιγματικό χαμόγελο.

Η Ροζαλία αν και στιγμιαία παραξενεύτηκε από την πρόταση αυτή του κυρίου Νεκτάριου, δεν έδωσε σημασία. Αποχαιρέτησε τον αγαπημένο της ανθοπώλη και γύρισε σπίτι. Μετά από λίγη ώρα ο ήχος των μηνυμάτων στην ομαδική συνομιλία επιβεβαίωνε την έξοδο της παρέας. Το βράδυ έχει θέατρο.

Οι ώρες κύλησαν γρήγορα. Η Ροζαλία βρισκόταν ήδη από νωρίς έξω από το Βασιλικό Θέατρο και ανυπομονούσε γεμάτη χαρά να συναντήσει τους φίλους της, οι οποίοι όμως φαινόταν πως είχαν αργήσει. Τα λεπτά διαδέχονταν το ένα το άλλο, η Ροζαλία ακόμη περίμενε και γεμάτη άγχος αυτή τη φορά κοίταξε το ρολόι της, εννέα παρά πέντε. Τί μπορεί να είχε συμβεί αναρωτήθηκε, καθώς οι δείκτες του ρολογιού ενέτειναν την αγωνία της. Αποφάσισε να στείλει ένα μήνυμα στην ομαδική συνομιλία μιας και δεν θα μπορούσε να στέκεται για πολύ ακόμη έξω από το θέατρο. Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως, τέσσερις λέξεις τοποθετημένες σε μία πρόταση προστακτικής, «θα αργήσουμε, μπες μέσα». Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι αντίστοιχο, αλλά ήταν η πρώτη φορά που η Ροζαλία ένιωθε απογοήτευση. Προχώρησε προς το θέατρο και αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα. Εξάλλου της είχαν πει πως θα αργήσουν, όχι δα πως δε θα εμφανιστούν.

Ανέκαθεν της άρεσε να διερευνά το κοινό στις ουρές πριν εισέλθει στην αίθουσα. Όλοι τους είναι τόσο διαφορετικοί και αν πραγματικά παρατηρήσεις καταλαβαίνεις ποιοι έχουν έρθει παρακινούμενοι από πόθο να δουν την παράσταση και ποιοι απλώς βρέθηκαν τυχαία ή καταναγκαστικά εκεί. Στη συγκεκριμένη ουρά αυτό που ίσως ασυνείδητα την παρηγορούσε ήταν πως κάποιοι είχαν έρθει ολομόναχοι. Αποτελούσε προσωπικό στοίχημα της Ροζαλίας να καταφέρει να κάνει κάτι μόνη. Γρήγορα βρήκε τη θέση της στο κέντρο της αίθουσας και βολεύτηκε στη βελούδινη κόκκινη καρέκλα. Το θέατρο είχε γεμίσει και οι μοναδικές άδειες θέσεις ήταν εκείνες των φίλων της δίπλα σε αυτή.

Το κλίμα του θεάτρου είναι το κάτι τόσο μοναδικά ξεχωριστό, σχεδόν απόκοσμο όπως συνήθιζε να λέει, λες και ο πραγματικός κόσμος με τη συγκατάθεσή του παραχωρεί τη θέση του και εμάς, ως εφήμερα δάνεια του, σε έναν άλλον, και του επιτρέπει να ζει, να μας αποκαλύπτεται, να μας επηρεάζει και κάποιες φορές ακόμη και να μας αλλάζει.

«Αν υπήρχε μαγεία, τότε σίγουρα θα συνέβαινε στο θέατρο και αν δε σπούδαζα ψυχολογία τότε σίγουρα θα ήθελα να ήμουν ηθοποιός», σκεφτόταν η Ροζαλία.

Το πρώτο κουδούνι ήχησε προειδοποιώντας για την έναρξη της παράστασης, αλλά δεν φάνηκε να συγκινεί κανέναν. Ένας νεαρός μιλούσε χαμηλόφωνα με τον διπλανό του, μερικές σειρές πιο ‘κει, μισοκοιμόταν ένα μωρό γερμένο πάνω στον ώμο μιας όμορφης γυναίκας με ασυνήθιστα μακριά κόκκινα μαλλιά, ένας άνδρας με μαύρο κοστούμι διέσχιζε το διάδρομο σαν να οδηγούσε μία αθέατη πολεμική πομπή. Έβλεπες να συνυπάρχουν άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους και αυτό ακριβώς ήταν που εξίταρε τη Ροζαλία και της δημιουργούσε ένα αίσθημα ισορροπίας πως αυτή η περίεργη και τόσο τραγικά αταίριαστη εικόνα ανθρώπων ήταν παράλληλα όμορφη. Η κατά λάθος ομορφιά, όπως έλεγε, που ξεπερνούσε το προσχεδιασμένο και το τέλεια τοποθετημένο και εν τέλει, το νικούσε. Και κάπως έτσι ένιωθε λύτρωση ή ίσως και κάποιου είδους δικαίωση, γιατί το ψεγάδι ήταν το μυστικό της ομορφιάς.

Το δεύτερο κουδούνι ήχησε και πάλι προκαλώντας της θλίψη μιας και ο ήχος του τη διαπέρασε σα λόγχη, υπενθυμίζοντας της πως ήταν μόνη. Το αίσθημα της εγκατάλειψης και της απόρριψης διαδέχτηκε του φιλοπερίεργου και φιλοσοφικού. Η Ροζαλία φοβόταν μην αποκαλυφθεί η σκανδαλώδης πράξη των φίλων της. Την είχαν εξαπατήσει, εκείνη ντρεπόταν, ένιωθε αδύναμη κι αδικημένη. Τα φώτα της αίθουσας σιγά σιγά χαμήλωναν και ένα σωτήριο σκοτάδι που λειτούργησε ως μανδύας της, πλημμύρισε το χώρο αντικατοπτρίζοντας την εσωτερική μοναξιά της.

Ντριν, ντριν, ντριν, τρεις δυνατοί εκκωφαντικοί χτύποι, τρίτο κουδούνι, η παράσταση ξεκινά ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε, αν η ατμόσφαιρα δεν είχε άλλαξει τόσο δραματικά και η συνθήκη στην οποία βρέθηκε δεν έμοιαζε από αλλού φερμένη. Το μισό κοινό στα αριστερά της είχε στραφεί πάνω της, ένιωθε τα βλέμματα τους καυτά, η ένταση των ματιών τους ήταν τέτοια λες και αμέτρητοι κόκκοι άμμου που κάποιος αιθέρας ξεσήκωσε χτυπούσαν χωρίς έλεος κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Παγωμένοι, απόκοσμοι, ανέκφραστοι και αμίλητοι ένιωθε πως την κρίνουν. Η φρίκη της απογύμνωσης της ευαλωτότητας της Ροζαλίας την έκανε να τρομάξει. Στα δεξιά της το υπόλοιπο κοινό την έδειχνε με το δάχτυλο γελώντας υστερικά. Ήτανε γέλια σκωπτικά, γέλια αηδίας. Η έννοια του χρόνου είχε καταρριφθεί, το πραγματικό είχε εκλείψει και το παράξενο έπαιρνε τη θέση του φυσιολογικού.

Μπερδεμένη καθώς ήταν η Ροζαλία προσπαθούσε να βρει το νόημα και να εξηγήσει το σκηνικό, όταν τα πάντα σώπασαν. Ηθοποιοί, φορώντας ζωόμορφες μάσκες και λευκά φορέματα, ξεπρόβαλλαν πίσω από τις μαύρες κουρτίνες της σκηνής. Το θέαμα θύμιζε αρχαία ελληνική τραγωδία ή κάποιου είδους παγανιστική τελετή με τους ίδιους να κρατούν αυλούς και ως άλλα θεϊκά όντα να παρατάσσονται κατά μήκος της σκηνής σε πυραμιδικό σχηματισμό. Ο πρώτος της πυραμίδας αναφώνησε:

-Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη της φιλίας από το να αποδέχεσαι με χαρά και αγαλλίαση να πάρεις τη θέση του φίλου σου στη δυσμενέστερη των περιστάσεων, αλλά και πάλι, η πράξη αυτή δεν εξηγεί το τι είναι η φιλία. Όλοι τη χρησιμοποιούμε, μα μονάχα εμπειρικά την κατανοούμε. Τελικά η ουσία της χάνεται, διαστρεβλώνεται και εκπίπτει εξαιτίας των πολυάριθμων και ετερόκλητων προσδιορισμών της. Παρόλα αυτά, παραμένει η κορωνίδα των πιο εξευγενισμένων ανθρώπινων δεσμών. Ροζαλία έχεις πραγματικούς φίλους;

Η ερώτηση αυτή καθήλωσε την Ροζαλία. Η λυρικότητα της κατάστασης συνεχίστηκε με τους υπόλοιπους των ηθοποιών να ξεχύνονται στην αίθουσα χορεύοντας γύρω της, τραγουδώντας της και καλώντας την να συμμετέχει στη γιορτή της παραφροσύνης. Εκείνη τη στιγμή, η ζωή της έφτασε στο μέγιστο των δραματικών δυνατοτήτων της. Οι λέξεις του τραγουδιού ήταν επιθετικές, αλλά το ύφος τους σχεδόν ικετευτικό:

Κόρη του ηλίου

Ευλογημένη παρθένα Ρόζα

Εσύ κάποτε στα νάματα σου εδέχθης το βρέφος της φιλίας

Με τα μάτια προσηλωμένα στον αυλητή Ζέφυρο άρπαξε από το αθάνατο πυρ και τον παγωμένο άνεμο την καρδιά σου

Ελθέ, ω θλίψη

Ελθέ, ω αλήθεια

Σκηνώστε στης κορασίδας την ψυχή

Νύμφη εσύ Ορφική λυτρώσου

Αυτή είναι η αποκάλυψη σου

Οι ηθοποιοί αμέσως μετά, με αργά και σίγουρα βήματα κατευθύνθηκαν στη σκηνή και προτού χαθούν στα ενδότερα του θεάτρου, ελευθέρωσαν τα πρόσωπά τους από τις μάσκες, τοποθετώντας τες στο κέντρο της σκηνής. Ο μοναδικός θόρυβος που ακούγονταν πια ήταν κάποιοι μπερδεμένοι, ακατανόητοι ψίθυροι, προερχόμενοι από τα προσωπεία.

Η Ροζαλία ερχόταν αντιμέτωπη με το βάρος της επιλογής της. Αισθανόμενη την ίδια ανέλπιστη χαρά του πρωινού ξυπνήματος της -όπου ανέλπιστη χαρά το περιεχόμενο που αποζητούσε- και τη ίδια παράξενη θλίψη -όπου θλίψη φόρα που την κινητοποιούσε- ανασηκώθηκε, περπάτησε αποφασιστικά προς τη σκηνή, πλησίασε τις μάσκες, άγγιξε την πρώτη και τότε μία εκτυφλωτική λάμψη την τράβηξε στο εσωτερικό της…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

#PHOTOEPISODES