photo episode B pt.2

«Έπεσαν οι μάσκες» Photo-Episode B, pt.2

Άρθρα Ομάδας

…Η Ροζαλία ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Όταν όμως η όρασή της επανήλθε, δεν βρισκόταν πια στο κλειστό και σκοτεινό θέατρο στο οποίο είχε επιλέξει να περάσει το απόγευμά της. Οι τέσσερεις τοίχοι του είχαν αντικατασταθεί από σειρές δέντρων που εξαπλώνονταν ωσότου μπορούσε να δει. Η ψηλή και περίτεχνα διακοσμημένη οροφή του είχε δώσει τη θέση της στον απογευματινό ουρανό. Η κοπέλα απεγνωσμένα προσπάθησε να εντοπίσει έστω και ένα από τα βελούδινα καθίσματά του αλλά ματαίως. Ένα παγωμένο αγέρι ανακάτεψε τα μαλλιά της, κάνοντας αυτό που δεν ήθελε να πιστέψει υπερβολικά αληθινό για να το αρνηθεί.

«Θα τα πούμε αύριο, έτσι;», μία φωνή ακούστηκε από ψηλά, «Είμαστε σίγουροι για τις 8»

«Παρακαλώ;», τα τρεμάμενα λόγια της Ροζαλίας αντήχησαν στο σκοτεινό δάσος.

Τα μάτια της Ροζαλίας κινήθηκαν από το ένα δέντρο στο άλλο αναζητώντας αυτή τη φωνή. Έμοιαζε απίστευτα γνώριμη αλλά η πηγή της παρέμενε άφαντη. Η προσοχή της έπεσε πάνω στα κλαδιά. Σαν φρούτα που ωριμάζουν την άνοιξη, από κάθε δέντρο κρέμονταν αμέτρητες μάσκες. Κάθε μία τους ήταν διαφορετική, άλλες μικρές, άλλες μεγάλες, άλλες λευκές, άλλες πολύχρωμες, άλλες με χρυσαφιές λεπτομέρειες και άλλες με ασημένιες. Κάποιες είχαν μεγάλες μύτες, με ρουθούνια αρκετά φαρδιά για να ρουφήξουν δέκα φορές παραπάνω από αυτά του ανθρώπου. Κάποιες είχαν μοχθηρά μάτια, με κόρες άδειες, περιμένοντας κάποιος να τις γεμίσει φορώντας το προσωπείο. Κάποιες είχαν χαμόγελα, κάποιες έκφραση λυπημένη, κάποιες ακόμα είχαν στόμα και αυτιά ζώου. Όλες όμως κρέμονταν με πολύχρωμες μεταξωτές κορδέλες από τα δέντρα.

«Σίγουρα», μία άλλη φωνή, γλυκιά και χαρωπή σα χριστουγεννιάτικο καμπανάκι, έφτασε στα αυτιά της, «Μην ανησυχείς, θα είμαστε εκεί»

Οι φωνές ερχόντουσαν από ψηλά, μα δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό στο δάσος για να τις παράγει.

Τίποτα ζωντανό, ξανασκέφτηκε η Ροζαλία.

Διστακτικά πλησίασε ένα από τα αμέτρητα δέντρα. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και προσπάθησε να κατεβάσει μία από τις μάσκες. Όσο όμως και να την τραβούσε, η μάσκα δεν αποχωριζόταν το καταφύγιό της. Η Ροζαλία ήταν έτοιμη να δοκιμάσει να σπάσει το κλαδί, φέρνοντας τη μάσκα σε ύψος που μπορούσε να την εξετάσει από κοντά, αλλά η πρώτη φωνή της τράβηξε και πάλι την προσοχή.

«Παιδιά πού είστε; Περιμένω εδώ και μία ώρα!», φάνηκε να έρχεται από πιο κοντά αυτή τη φορά.

«Ε…αργήσαμε λίγο», η άλλη φωνή απάντησε, «Μην γίνεσαι υστερική»

Οι ανάσες της κοπέλας στάθηκαν στο λαιμό της καθώς τα μάτια της ακολούθησαν και πάλι τις απόκοσμες φωνές. Έπεσαν στις μάσκες των διπλανών δέντρων και περίμεναν, έτοιμα και υπομονετικά σαν γάτας. Ένα ακόμα αεράκι χάιδεψε τα μάγουλά της, φέρνοντας δάκρυα στα μάτια που αγκομαχούσε να κρατήσει ανοιχτά. Αργά, οι μάσκες στριφογύρισαν, όχι κατηγορηματικά λόγω του αγέρα. Πλέον όλες κοιτούσαν προς το μέρος της.

«Όχι, είναι φίλοι μου», η γνώριμη φωνή ήρθε αυτή τη φορά από το χέρι της.

Η Ροζαλία έστρεψε το κεφάλι της προς τη μάσκα που κρατούσε, όμως αυτή δεν είχε πλέον το παλιό λευκό χρώμα και τα περίτεχνα σχέδιά της. Αντ’ αυτού, τα χαρακτηριστικά της είχαν τροποποιηθεί για να αντικατοπτρίζουν της Ροζαλίας. Ίδια μάγουλα, ίδια μάτια, ίδια μύτη…ίδιο στόμα.

«Εγώ φταίω», το στόμα άρθρωσε.

Η Ροζαλία ελευθέρωσε τη μάσκα. Τα πόδια της ενστικτωδώς την μετέφεραν μακριά από το περίεργο αντικείμενο. Το κλαδί, που μέχρι τώρα λύγιζε, επανήλθε στην κανονική του θέση, αναγκάζοντας τη μάσκα να περιστραφεί στον αέρα προτού επιστρέψει στο αρχικό ελαφρό λίκνισμα κάτω από το ξύλο.

«Εγώ υπερβάλλω», η μάσκα ξαναείπε, τα χείλη της να σχηματίζουν τις λέξεις πιο καθαρά από κάθε ηθοποιού.

«Πώς…», η Ροζαλία ξεκίνησε να λέει, μα καθώς η φωνή της αντήχησε στο ξέφωτο κατάλαβε γιατί η φωνή της μάσκας της ήταν τόσο γνώριμη. Δεν ήταν άλλη παρά η δική της φωνή.

Ξαφνικά η ατμόσφαιρα γύρω της γέμισε και με άλλες φωνές καθώς όλο και περισσότερες μάσκες ξεκίνησαν να ζωντανεύουν. Η μία μετά την άλλη, σε δέντρα κοντινά και σε δέντρα μακρινά, γυρνούσαν προς το μέρος της και προσέφεραν λόγια γνώριμα, με φωνές οικείες.

«Μην κάνεις έτσι»

«Έλα τώρα. Μία μέρα μόνο μπορείς να μου δώσεις το σπίτι»

«Α, το βιβλίο σου; Ναι παρ’ το. Συγγνώμη, το έσκισα λίγο»

Όσο περισσότερο τις άκουγε, τόσο καθαρότερα η Ροζαλία τις αναγνώριζε. Ανήκαν στους φίλους της, σε κάποια από τα κοντινότερα άτομα στη ζωή της. Σε αντίθεση με τη μάσκα που κατείχε τη δική της φωνή, οι μάσκες που μιμούταν τις φωνές των φίλων της δεν έμοιαζαν διόλου με αυτούς. Διατηρούσαν τις πορσελάνινες όψεις τους και καμία τους δεν χρησιμοποιούσε αποκλειστικά μία φωνή.
«Είναι φίλοι μου», η μάσκα της Ροζαλίας ψιθύρισε αμυδρά, τραβώντας ξανά την προσοχή της κοπέλας. Η μάσκα είχε συρρικνωθεί ώστε να έχει το ίδιο μέγεθος με μία παλάμη. Οι τρύπες που είχε για μάτια είχαν στενέψει και είχαν πάρει το σχήμα μισοφέγγαρων, η κοίλη πλευρά προς τα κάτω. «Εγώ φταίω. Είμαι υπερβολική», ξαναείπε.

Δύο δάκρυα κύλησαν από τα σκοτεινά μάτια της μάσκας. Γλίστρησαν στα σμιλεμένα μάγουλα του προσωπείου και έσταξαν στο ατημέλητο γρασίδι. Δεν έσκασαν όμως ποτέ σαν νερό. Αντιθέτως, μετατράπηκαν σε δύο μικρά διαμάντια και έπεσαν λάμποντας ανάμεσα στα πράσινα βλαστάρια.

Μία δυνατή ριπή σφύριξε ανάμεσα στα δέντρα. Τρύπωσε ανάμεσα στο φόρεμα της Ροζαλίας και το ρυτίδιασε, παρασέρνοντας και την ίδια λίγο στο διάβα του. Ήταν αναπάντεχα ζεστός και μετέφερε ένα γλυκό άρωμα λουλουδιών καθώς ταξίδευε μέσα στο δάσος. Οι μάσκες κουδούνισαν στο άγγιγμά του, με τις φωνές τους να σιωπούν στο πέρασμά του. Ένα καθαρό δρομάκι άνοιξε ανάμεσά τους, τα φύλλα που το κάλυπταν να σηκώνονται και να περιστρέφονται υπό τις εντολές του αγεριού. Η Ροζαλία κοίταξε πίσω της, μακριά από το μονοπάτι που ο κόσμος που επέλεξε να εξερευνήσει την οδηγούσε. Μα το δάσος πίσω της ήταν πλέον σκοτεινό. Το σημείο από το οποίο είχε εισέλθει σε αυτόν τον περίεργο κόσμο δεν φαινόταν πλέον. Οι αλαβάστρινες πλάκες του δρόμου την προσκαλούσαν στην αλήθεια που αυτή ζήτησε να μάθει, και η γλυκιά ευωδία που μετέφερε ο αέρας από την ίδια κατεύθυνση έτρεφαν ένα αίσθημα ασφάλειας. Πήρε μία απόφαση μέσα της: δε θα γυρνούσε πίσω στη λήθη.

Ακολούθησε το δρόμο του μονοπατιού. Οι μάσκες τριγύρω της πλήθαιναν όσο μακρύτερα προχωρούσε, και τη χαιρετούσαν με ακόμα περισσότερες πικρές αναμνήσεις των προσώπων στα οποία ανήκαν οι φωνές τους. Που και που, εκείνο το αγέρι ανακάτευε τα μαλλιά της και σώπαινε τις φωνές τριγύρω της.

Σύντομα έφτασε στο τέλος του δάσους. Πέρα από τα δέντρα εκτεινόταν μία αχανής πεδιάδα. Στη μέση της, ένα καλάθι του πικνίκ πάνω σε μια πολύχρωμη κουβέρτα. Η Ροζαλία φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή, μα τελικά πλησίασε και κάθισε. Οι φωνές που τη βασάνιζαν επανήλθαν, φωνές που τώρα έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από το καλάθι που αντί για φαγητά ήταν γεμάτο με αυτές τις πλεον γνώριμες μάσκες. Τούτη τη φορά όμως, τα πικρά τους λόγια είχαν αναμειχθεί και με κάποια γλυκά.

Ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση, οι φωνές βουβάθηκαν. Κάτι, δεν ήταν σίγουρη τι, την έκανε να στρέψει το βλέμμα της προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που είχε φτάσει πριν λίγο. Μια απροσδιόριστη φιγούρα ερχόταν προς το μέρος της…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

#PHOTOEPISODES