theatre

Let’s talk about… theatre

Άρθρα Ομάδας

Κάποιοι αγαπούν το γάλα. Κάποιοι το σιχαίνονται. Σίγουρα, όμως, όλοι πρέπει να έρθουν σε επαφή μαζί του στο Θέατρο Αυλαία.

Η Τζωρτζίνα και η Νάνσυ, όμως, δεν κρατούν ένα ποτήρι γάλα.

Έχουν μπροστά τους ένα μαγνητόφωνο και μας μιλούν.

Τι είναι αυτό που σας έκανε να πείτε το “ναι” σε αυτή την παράσταση, αυτή τη χρονική στιγμή;

Τζωρτζίνα: Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια που γυροφέρνω το κείμενο στο μυαλό μου. Πρώτη φορά το διάβασα λίγο μετά την κυκλοφορία του. Όταν έφτασε στα χέρια μου, το αγάπησα κατευθείαν. Για χρόνια, μάλιστα, το δώριζα ή το δάνειζα για να το δει ο κόσμος ή, όποτε το συζητούσαμε, το ανέφερα σαν κάτι με το οποίο θα ήθελα να καταπιαστώ.

Μετά τον covid, εξαιτίας μιας παράστασης που σταμάτησε εκείνη την εποχή, με τη Νάνσυ μάς γεννήθηκε η ανάγκη να κάνουμε κάτι μαζί. Όταν της έδωσα το βιβλίο, ήταν η πρώτη φορά που κάποιος το έβλεπε με την ίδια ματιά που το κοιτούσα κι εγώ· το καταλάβαινε με τον ίδιο τρόπο που το καταλαβαίνω εγώ, μας φάνηκε με τον ίδιο τρόπο αστείο. Στην πρώτη ανάγνωση που κάναμε μαζί, άκουσα για πρώτη φορά έναν άλλο άνθρωπο να το διαβάζει ακριβώς με τη φωνή που το διάβαζα εγώ. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχε έρθει η σωστή στιγμή με τον σωστό άνθρωπο.

Νάνσυ: Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ να πειραματίζομαι και, εκτός το να είμαι μέλος ενός θιάσου, μου αρέσει και να “καλώ” συναδέλφους που νιώθω ότι συντονιζόμαστε, για να συνεργαστούμε. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει ακριβώς με την εποχή· εμείς προσπαθούμε να πούμε κάτι, γι’ αυτό και συναντιόμαστε.

Πιστεύω πάρα πολύ ότι, όταν δύο άνθρωποι έχουν πάρα πολλή όρεξη και δουλεύουν για ένα κείμενο, θα βγει κάτι ωραίο -όποιο κι αν είναι το έργο. Πιστεύω, άλλωστε, στους “σωστούς” ανθρώπους. Αν δεν ήταν το συγκεκριμένο κείμενο και η συγκεκριμένη συνεργασία, μπορεί να κάναμε πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια, ενώ τώρα γίνονται όλα πιο απλά.

Όλες οι συζητήσεις κινούνται μέσα στην αίσθηση και στα όρια του παραλογισμού -λίγη λογική και λίγο παράλογο. Είναι ο σκοπός του έργου να βγει τελικά μια λογική ή καλύτερα να μείνει αυτό το “κάτι” παράλογο;

Τ: Δεν νομίζω πως τον συγγραφέα τον αφορά να κριθεί παράλογος. Μάλιστα, σε μερικά σημεία του έργου εγώ και η Νάνσυ δώσαμε μεγαλύτερη σημασία από ό,τι ο ίδιος ή πιστεύουμε ότι καταλάβαμε κάτι που ο ίδιος μπορεί να μην το είχε γράψει γι’ αυτόν τον λόγο. Μπαίνουμε σε μια διαδικασία να αναρωτηθούμε “τι θέλει να πει ο ποιητής;” και ο ίδιος ο ποιητής δεν μπορεί να σου πει.

Οπότε, δεν νομίζω ότι ο Ευθύμης Φιλίππου έχει γράψει αυτό το κείμενο με σκοπό να είναι επιτηδευμένα παράλογο ή να μας βάλει στη διαδικασία να αποκρυπτογραφήσουμε αυτό που θέλει να πει. Εγώ, διαβάζοντάς το τόσες πολλές φορές πια, θεωρώ ότι δεν είναι καθόλου παράλογο. Φαινομενικά θέλει να είναι, ωστόσο εν τέλει μοιάζει μάλλον με ένα τραπέζι με τους φίλους σου: αν παρακολουθήσεις από μια κάμερα, θα δεις ότι περνάτε από το ένα θέμα στο άλλο και φαίνεται σαν να μην έχετε κανέναν ειρμό. Αλλά στην πραγματικότητα έχετε αναπτύξει έναν κώδικα επικοινωνίας.

Με τη Νάνσυ, έχουμε βρει το για ποιον λόγο περνάει από το ένα θέμα στο άλλο, ωστόσο νομίζω ότι τελικά δεν έχει καμία σημασία το αν είναι παράλογο ή όχι.

Ν: Εγώ πρόσφατα είδα μια συνέντευξη του Ευθύμη Φιλίππου, στην οποία ανέφεραν ότι είναι “σουρεάλ” συγγραφέας· το “σουρεάλ” ήταν μια ωραία λέξη. Δεν θεωρώ ότι είναι παράλογο, γιατί στην πραγματικότητα μιλάμε για φυσιολογικές στιγμές που περνάει ο κόσμος: για το Πάσχα, για το πώς φτιάχνεις τα μαλλιά σου... Αυτά γιατί να είναι παράλογα;

Ίσως να βγαίνει σαν αποτέλεσμα το παράλογο, γιατί υπάρχει μια ανακολουθία, αφού το θέμα αλλάζει συνεχώς. Ωστόσο και τώρα που μιλάμε αλλάζει το θέμα με τις ερωτήσεις. Οπότε γιατί να μην σκεφτούμε ακόμη και ότι μπορεί να έκαναν ερωτήσεις σε αυτούς τους ανθρώπους και εμείς να βλέπουμε τις απαντήσεις;

Εμείς βάζουμε στο νου μας το παράλογο, επειδή θεωρούμε κάτι άλλο λογικό. Ναι, το έργο δεν έχει κάποια συνέχεια, αλλά δεν του λείπει η αρχή, η μέση και το τέλος· δεν είναι ότι δεν ολοκληρώνεται ή ότι δεν ανακουφίζεται ο θεατής. Οπότε μπορεί να μην είναι τόσο παράλογο τελικά.

Η παράσταση μας προκάλεσε γέλιο, παρόλ’ αυτά δεν λείπουν οι αναφορές στον θάνατο, σε βία ή ακόμη και βωμολοχίες. Θεωρείτε ότι όλος αυτός ο “παραλογισμός” και το χιούμορ είναι ο καλύτερος τρόπος να περάσετε πιο ωμά τα θέματα αυτά στον κόσμο;

Τ: Το χιούμορ για μένα είναι η μόνη απάντηση. Είναι και ο τρόπος με τον οποίο επιλέγω να προχωρήσω στη ζωή μου. Στις πιο δύσκολες στιγμές μου, το δημιουργώ ή το ζητάω από τους ανθρώπους μου.

Αυτό που εμένα με μάγεψε από την αρχή σε αυτό το έργο είναι το πώς μιλάει για πολύ σκοτεινά πράγματα, χρησιμοποιώντας τεχνηέντως το χιούμορ. Νομίζω ότι το χιούμορ σε βοηθάει να εξομαλύνεις οτιδήποτε σκοτεινό έχεις απέναντί σου. Αν το αντιμετωπίζεις με χιούμορ, κάπως το εξανθρωπίζεις, το μειώνεις και το κάνεις πιο διαχειρίσιμο.

Πιστεύω ότι από τα πιο μαγικά στοιχεία του κειμένου είναι το πώς χρησιμοποιεί το χιούμορ απαντητικά στα σκοτάδια και τις σκιές της ζωής.

Ν: Εγώ νομίζω ότι η ύπαρξη του χιούμορ έχει να κάνει με το “συμβάν”. Βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους που συνομιλούν, γιατί κάτι έχει συμβεί. Έχουν μπει σε έναν χώρο, γιατί υπήρχε κάποιος λόγος. Το χιούμορ χρησιμοποιείται καθαρά για το συμβάν, όχι για να περάσει ομαλά η βία ή το μαύρο. Δεν σαρκάζουν για να καμουφλάρουν τη βία, σαρκάζουν για να καμουφλάρουν την πραγματικότητα.

Όλο το έργο εκτυλίσσεται μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο/καφέ. Θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα κάπου αλλού;

Τ: Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, αλλά για κάποιο λόγο ο Ευθύμης Φιλίππου επιλέγει το ζαχαροπλαστείο. Είναι το μέρος που νιώθει την ασφάλεια να μοιραστεί τα πάντα και ένα σημείο αναφοράς -μάλλον- για όλη του τη ζωή. Επειδή μιλάμε για ένα ζαχαροπλαστείο/καφέ, δεν είναι αμιγώς ένα πράγμα· είναι ένα μέρος που φέρνει στην επιφάνεια όλες σου τις αισθήσεις. Ίσως είναι και ένα κλείσιμο του ματιού σε σχέση με κάποιες συνήθειες του χαρακτήρα.

Ν: Βέβαια, μπορεί να συνέβαινε παντού, αλλά πράγματι για κάποιο λόγο ο Ευθύμης Φιλίππου επιλέγει αυτό το ζαχαροπλαστείο. Εμείς, μάλιστα, έχουμε σκεφτεί ότι πρόκειται για ένα ωραίο ζαχαροπλαστείο στην Κηφισιά, εκεί που κάναμε και τη φωτογράφιση. Ωστόσο τους ανθρώπους που συνομιλούν στο έργο, μπορεί να μην τους απασχολούσε καθόλου τι γίνεται γύρω τους.

Η σκηνική σας παρουσία είναι τόσο συγχρονισμένη που γεννά ένα ερώτημα: θα μπορούσε όλο αυτό να είναι ένας μονόλογος ενός ανθρώπου;

Τ: Έτσι αντιμετωπίζεται στον τίτλο και έτσι το έχουμε αντιμετωπίσει και εμείς. Κάποιοι δεν το προσλαμβάνουν έτσι, αλλά δεν πειράζει καθόλου, γιατί είναι ένα τόσο καλογραμμένο κείμενο, που υπάρχουν ένα εκατομμύριο πράγματα με τα οποία θα ταυτιστείς, θα συγκινηθείς, θα συμπάσχεις. Αυτό είναι τελικά το πιο σημαντικό αυτού του κειμένου: το πώς μιλάει με τον πιο “σαχλό” τρόπο για τα πιο σημαντικά πράγματα, με τον πιο χιουμοριστικό τρόπο για πολύ βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα.

Ν: Πράγματι, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο δουλέψαμε: να περνά το κείμενο από την μία στην άλλη, χωρίς να μοιάζει διάλογος. Γιατί, ουσιαστικά, μια καλή συνομιλία για εμένα είναι ακριβώς αυτό· το να φαίνεται σαν μονόλογος. Μια ωραία συζήτηση είναι όταν ακούς χωρίς υπερπροσπάθεια, όταν αρκεί να είσαι “εκεί”.

Γιατί “γάλα”; Γιατί στον τίτλο το “γάλα”;

Τ: Διάφοροι άνθρωποι που έχουν δει το έργο μάς έχουν πει χίλια δύο πράγματα που κατάλαβαν διαβάζοντάς το. Ποιος ξέρει, όμως, “τι θέλει να πει ο ποιητής”; Ποιος ξέρει για ποιο λόγο το χρησιμοποίησε ο Ευθύμης Φιλίππου;

Αυτό που καταλάβαμε με τη Νάνσυ είναι ότι, επειδή το γάλα συμβολίζει κάτι παιδικό, κάτι μητρικό, είναι κάπως μια επιστροφή στην αρχή· ένας κύκλος που κλείνει και ξαναγυρνάμε κάπως στην αρχή.

Έχουμε ακούσει πολύ ωραία πράγματα για το τι μπορεί να σηματοδοτεί το γάλα από διάφορους ανθρώπους που έχουν δει την παράσταση και ήταν όλα ενδιαφέροντα σαν ενδεχόμενα. Για εμάς, όμως, η σκέψη ξεκίνησε από εκεί: ότι είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος για να σηματοδοτήσουν την αρχή και το κλείσιμο ενός κύκλου.

Ν: Το γάλα για τον καθένα είναι κάτι προσωπικό: για εμάς είναι μια αναδρομή στην παιδική ηλικία, για άλλον μπορεί να είναι κάτι που του θυμίζει το παιδί του...

Το γάλα σε γυρίζει λίγο στον θηλασμό, σε κάτι πιο μητρικό· κάνει μια παλινδρόμηση γενικώς το γάλα έτσι κι αλλιώς -και στη σκέψη της “μαμάς” και στο στομάχι. Αυτή η παλινδρόμηση για εμένα είναι καμουφλαρισμένη σε αυτό τον τίτλο.

Τι θα συνέβαινε, τελικά, αν δε βγαίνατε ποτέ από αυτό το ζαχαροπλαστείο;

Τ: Αν κάποιος έχει εικόνα του κειμένου και του έργου, η ερώτηση είναι βαθιά φιλοσοφική και ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί για μια αλληγορία. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο τραγούδι που συνοψίζει τη φράση-κλειδί όλου του έργου… αλλά ας μην το αποκαλύψουμε ακόμη.

Ν: Η αλήθεια είναι ότι έχει δύο όψεις. Κυριολεκτικά, ας πούμε ότι θα περνούσαν πολύ ωραία, γιατί θα είχαν ο ένας τον άλλον, θα μιλούσαν συνεχώς, θα γελούσαν… Η μεταφορική όψη είναι λίγο διαφορετική. Αλλά ας περιμένουμε τον κόσμο να μας πει όταν δει την παράσταση!

Κάποιοι αγαπούν το γάλα. Κάποιοι το σιχαίνονται. Σίγουρα, όμως, όλοι πρέπει να έρθουν σε επαφή μαζί του στο Θέατρο Αυλαία.

Η Τζωρτζίνα και η Νάνσυ, για 3 ακόμη παραστάσεις, θα κρατούν στο χέρι τους ένα ποτήρι γάλα.

Και θα μας μιλήσουν για όσα έκρυψαν σε αυτή τη συνέντευξη…