cancel culture

«Τι κι αν φωνάζουν καμία ηχώ δε γυρίζει πίσω»: το πλήγμα του cancel culture στην ελευθερία έκφρασης.

Άρθρα Ομάδας

Το “cancel culture” αναφέρεται στην κουλτούρα της ακύρωσης ανθρώπων -κυρίως διασήμων- η οποία παρότι ανέκαθεν αποτελούσε χαρακτηριστικό της κοινωνίας, πλέον θεωρείται φαινόμενο ακμάζον μέσω των κοινωνικών δικτύων. Η νοοτροπία του όχλου ενώνεται γύρω από έναν κοινό σκοπό και λειτουργεί εκδικητικά, απέναντι σε κάποιον που είπε ή έδρασε διαφορετικά από αυτό που η πλειονότητα υπέδειξε ως αποδεκτό και την προσβάλει. Μάλιστα, σύμφωνα με το Cambridge Dictionary, θεωρείται ως ένας τρόπος συμπεριφοράς προς ένα άτομο ή μια ομάδα με σύνηθες στόχο την απόρριψη.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας έχουν επιτρέψει να αποδίδουμε ευθύνες και ποινές μη έχοντας θέση στα δικαστικά έδρανα, αλλά τουναντίον από την πολυθρόνα του σπιτιού μας. Ορίζουμε τι είναι σωστό και λάθος, κρίνουμε και δικάζουμε. Δημιουργούμε μια άποψη, μια ιδέα, ένα θεσμό και τον υποστηρίζουμε αλληλέγγυα, ο ένας προωθεί τον άλλον μέχρι να βρεθεί εκείνος που θα πει το αντίθετο.

Έρχομαι συχνά αντιμέτωπη όταν γίνεται λόγος για την κουλτούρα της ακύρωσης με δύο κύρια ερώτημα «Ποιος μας έχει δώσει τη δύναμη να αφαιρούμε την αξία της τιμής από τους ανθρώπους και άραγε αν αυτή τη δύναμη τη χρησιμοποιούμε σωφρονιστικά ή εκφοβίστηκα;»

Αρχικά, θεωρώ πως πριν υποκύψουμε στο “cancel culture”, οφείλουμε να μπορούμε να εγγυηθούμε πρώτα για την απόλυτη ορθότητα της άποψής μας και έπειτα για την αδυναμία του ανθρώπου που ακυρώνουμε να αλλάξει, να βελτιωθεί, να ωριμάσει. Καμία από αυτές τις δύο προϋποθέσεις πρακτικά δεν υφίσταται. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που ακράδαντα υποστηρίζαμε πως ήμασταν σωστοί πέρα από τη σκιά της αμφιβολίας εως ότου αποδείχθηκε το αντίθετο ή απομακρύναμε ανθρώπους που έμπρακτα έπειτα, μας απέδειξαν την αλλαγή τους. Μια αλλαγή που μπορούμε και οι ίδιοι να εντοπίσουμε στον εαυτό μας με το πέρασμα των χρόνων, με την τριβή μας με καινούργιες εμπειρίες, διαφορετικούς ανθρώπους, με τη συνειδητοποίηση των σφαλμάτων μας και τη μετάνοια. Ακόμα και αν ο βασικός πυρήνας έμεινε σταθερός, υπάρχουν στοιχεία που προστέθηκαν και άλλα που απαρνηθήκαμε με γνώμονα την αυτοβελτίωσή μας. Πώς μπορούμε, λοιπόν, την αλλαγή του χαρακτήρα που εντοπίζουμε πάνω μας να την αποκλείσουμε από κάποιον άλλον;

Έπειτα, συνειδητοποιώ ότι αυτή τη δύναμη δεν τη διεκδικούμε, δεν την κερδίζουμε, πιθανώς την αποκτούμε αυτόματα με τη δημιουργία ενός λογαριασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε ανώνυμο είτε θεωρητικά με πραγματικά στοιχεία αλλά επί της ουσίας απρόσωπο. Αυτή η «αποστασιοποιημένη συμμετοχή» μας στην ακύρωση μας δίνει απεριόριστη δύναμη να αποδοκιμάσουμε, να βρίσουμε, εξευτελίσουμε τον άλλον. “Persona non grata” λένε οι Ιταλοί, καθώς η δική μας ζωή δεν αλλάζει διαόλου. Δεν υπολογίζουμε τον άλλον ως ολότητα, ξεχνούμε άρδην τι έχει καταφέρει, αρκεί μια στιγμή για να απαρνηθούμε την ιδιότητα του επί χρόνια θαυμαστή του. Πάντα εκείνο που απομένει είναι «αυτό» το «ένα» ατομικό χαρακτηριστικό, το λάθος του. «Ηθοποιός σημαίνει φως», αλλά όταν πέφτει η αυλαία, σβήνει το φως της σκηνής και για κάποιους ίσως και της ψυχής, το «φαίνεσθε» δεν συνάδει πάντα με το «είναι», τι και αν έχουμε συνδέσει κατά κάποιο τρόπο τη διασημότητα με την τελειότητα. Ο Oscar Wilde είπε πως «αν ξέρεις πως δεν ξέρεις πολλά, είσαι πιο έξυπνος από τους περισσότερους ανθρώπους», συνεπώς ως «παντογνώστες» πόσο πιο έξυπνοι είμαστε από αυτόν που ακυρώνουμε;

Πέρα από την ακύρωση των δημόσιων προσώπων , το “cancel culture” εμφανίζεται και στους κόλπους της οικογένειας. Φαίνεται πως ένας ιδεολογικός διχασμός, για παράδειγμα η υιοθέτηση μιας διαφορετικής πολιτικής πεποίθησης ή η αλλαξοπιστία, αρκούν για να υπερβεί ο εγωισμός την αγάπη και τον οικογενειακό δεσμό και να ακυρώσουμε ένα δικό μας άνθρωπο από την ζωής μας.

Συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η κουλτούρα της ακύρωσης λειτουργεί εκφοβιστικά, καθώς αν θέλαμε να σωφρονίσουμε τον άλλον, θα μιλούσαμε για την κουλτούρα της «συμπόνιας». Ο ορισμός της συμπόνιας περιέχει τη συναίσθηση του πόνου που νιώθει κάποιος άλλος ή των δεινών που πλήττουν κάποιον άλλο σε συνδυασμό με την επιθυμία να τον ανακουφίσεις από αυτά, να υποφέρεις στο πλευρό του. Αντί να ακυρώνουμε ανθρώπους, μπορούμε να τους συμπονούμε, να φυτεύουμε τους καρπούς της αλλαγής. Κανένας δεν μπορεί να μας εγγυηθεί πως θα ευδοκιμήσουν, όπως κανείς δεν μπορεί να ορίσει με απόλυτη σίγουρα το τι είναι σωστό και τι λάθος. Όλοι έχουν δικαίωμα στο ‘’cancel culture”, όμως πριν κρίνουμε πρέπει να κριθούμε, διότι όπως ακυρώνουμε μπορεί να ακυρωθούμε.