oi paixtes

On Fridays we Love Issue 10 pt.1: Οι Παίχτες

Άρθρα Ομάδας

Ρίσκο, μπλόφα, απατεωνιές, χρήματα, απληστία· η τέχνη της εξαπάτησης. Ένα παιχνίδι χαρτοπαιξίας, ένα απομακρυσμένο πανδοχείο στη Ρωσία, η εμμονή της νίκης και η μαγεία της απάτης οδήγησαν 7 ανθρώπους στη σκηνή για ένα παιχνίδι μεταξύ τους, αλλά και με το κοινό. Οι «Παίχτες» του Ν.Β. Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή είναι μια φαρσοκωμωδία, με ζωντανή μουσική, πολύ χιούμορ και χαρακτήρες που ταλαντεύονται μεταξύ θύματος και θύτη.

Ο Βασίλης Μαγουλιώτης και ο Ηλίας Μουλάς ταλαντεύονται μεταξύ των ρόλων τους και της πραγματικότητας σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση. Rec, λοιπόν, και το δικό μας παιχνίδι ξεκινά…

1.Τι σημαίνει για εσάς το θέατρο;

(γελάνε ταυτόχρονα)

Ηλίας: Αγαπημένες ερωτήσεις. Τι είναι θέατρο; Τι είναι για εσένα Βασίλη το θέατρο;

Βασίλης: Μου επαναλαμβάνεις την ερώτηση;

Η: Ναι, κερδίζω χρόνο για να σκεφτώ.

Για εμένα το θέατρο είναι κάτι διαφορετικό ανάλογα με τη στιγμή που βρίσκεσαι στη ζωή σου.

Β: Εμένα μου αρέσει το θέατρο. Μου αρέσουν οι τέχνες γενικά, αλλά το θέατρο είναι κάτι ζωντανό. Έχει μια άμεση εμπλοκή και ένα παιχνίδι με τον άλλο. Είναι ταυτόχρονα παιδότοπος και ένα μέρος που κάνεις την ψυχοθεραπεία σου, που παλεύεις με το εγώ σου, με τον ναρκισσισμό σου.

Η: Είναι παλιμπαιδισμός!

Β: Ντυνόμαστε και παριστάνουμε τους πρίγκιπες, οπότε σίγουρα κάτι δεν πάει και πολύ καλά με εμάς ως έναν βαθμό μάλλον. (γέλια)

Τώρα για τους «Παίχτες» συγκεκριμένα, το πιο τίμιο πράγμα που μπορούμε να πούμε είναι ότι το θέατρο είναι παιχνίδι.

2.Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν διαβάσατε το σενάριο του έργου και ακόμη περισσότερο όταν ανακαλύψατε τα στοιχεία του χαρακτήρα που θα έπρεπε να ενσαρκώσετε, μιας και είναι αρκετά μακριά ίσως από το προφίλ του «μέσου», «συνετού» ανθρώπου;

Β: Εμείς αυτό το έργο το μάθαμε από τον Γιώργο (Κουτλή), τον σκηνοθέτη, που είναι και φίλος μας, όταν μας πρότεινε να το ανεβάσουμε. Νομίζω κοινή σκέψη όλων μας ήταν ότι διαβάζαμε κάτι πολύ λειτουργικό, κάτι που έφτιαχνε ωραίους χαρακτήρες, με αντιθέσεις και σωστές κωμικές συνθήκες για να παίξουμε.

Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι οι χαρακτήρες είναι «αρνητικοί» δεν είναι κάτι τόσο πρωτότυπο ή κάποιο «ταμπού» που σπάσαμε -στην κωμωδία υπάρχουν συνεχώς αρνητικοί ήρωες και γι΄αυτό τους λατρεύεις. 

Όλοι οι ηθοποιοί θέλουν να παίζουν τέτοιους ήρωες. Αντίστοιχα οι θεατές δένονται πάρα πολύ με αυτούς. Γιατί αυτοί οι «αρνητικοί» ήρωες έχουν κάτι που εν τέλει τους εξανθρωπίζει. Δεν θα έλεγα ότι ο Γκογκολ τονίζει πολύ αυτό το στοιχείο, ωστόσο η κωμωδία όπως την «κάναμε» εμείς, αποδεικνύει κάποια πράγματα σε σχέση τους ανθρώπους γενικά: το πώς αντιδρούμε, το πώς φτάνουμε πολύ χαμηλά, για να κερδίσουμε κάτι που θέλουμε, πώς παθαίνουμε εμμονή με μια ιδέα και θέλουμε να την υλοποιήσουμε. Είναι οικεία συναισθήματα αυτά.

Η: Πολύ ωραία ήταν…

Β: Σου άρεσε Ηλία;

Η: Πάρα πολύ! (γέλια)

3. Κεντρικό σημείο που πραγματεύεται το κείμενο είναι η φθορά και τα πάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέρα από την απληστία, που αποτελεί ένα μεγάλο ελάττωμα των χαρακτήρων του έργου, ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του ρόλου που υποδύεται ο καθένας σας και τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά, αν δεν την είχε;

Η: Νομίζω ότι το κοινό στοιχείο όλων, ή τουλάχιστον αυτό που εμείς επιλέξαμε να φωτίσουμε, είναι το κομμάτι του εθισμού. Εθισμός μπορεί να συμβεί τόσο στον τζόγο, όσο και σε κάτι πιο απλό, κάτι που το επαναλαμβάνω, το θέλω ξανά και ξανά και δεν χορταίνω ποτέ. Σίγουρα αν αυτοί οι χαρακτήρες δεν είχαν το στοιχείο του εθισμού, δεν θα υπήρχε έργο.

Β: Πέρα από τη γενική «ομπρέλα», στον καθένα από αυτούς τους «Παίχτες» υπάρχουν κάποιες αδυναμίες, οι οποίες είτε προέκυψαν από το έργο, είτε ενισχύθηκαν από το ποιοι είμαστε εμείς και πώς φέρνουμε στη σκηνή τους ρόλους. Ο καθένας μέσα στο άριστο «παιχνίδι» που κάνει διαπράττει και γκάφες, ξεπερνά κάποια όρια και το πληρώνει, αντιδρά λάθος στη λάθος στιγμή…

Ο δικός μου χαρακτήρας διαθέτει έναν υπερβάλλοντα ζήλο, χωρίς κανένα όριο: δεν ξέρει πότε να σταματήσει, τον διαπερνά μια μεγαλομανία, σκέφτεται πολύ το «κόλπο γκρόσο». Είναι επιρρεπής στην έπαρση και γι΄αυτό, τη στιγμή που τα έχει όλα και βρίσκεται στο ύψιστο σημείο της, ο συγγραφέας τον βάζει να τα χάνει όλα.

Η: Ο δικός μου χαρακτήρας από την άλλη είναι το ακριβώς αντίθετο: ο ρόλος του Βασίλη έχει περισσότερο να κάνει με τον έρωτα με τις τράπουλες, με το τέλειο κόλπο… ενώ ο δικός μου διακατέχεται από κάτι τόσο απλό, το οποίο είναι το αίσθημα της πείνας. Η αδυναμία του είναι τόσο απλή: δεν έχει να ζήσει, δεν έχει να φάει λίγο ψωμί, οπότε θα αναγκαστεί να μπει σε αυτόν τον κόσμο και να κάνει ό,τι μπορεί για να φάει. Νομίζω ότι θα έκανε τα πάντα για να επιβιώσει.

4. Η διαδραστικότητα είναι ένα έντονο στοιχείο αυτού του έργου που το κάνει ίσως να διαφέρει αρκετά από ό,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο θεατρικό σανίδι -ηθοποιοί ξεπετάγονται μέσα από το κοινό, μουσική και ηχητικά εφέ παράγονται εκείνη τη στιγμή ζωντανά πάνω στη σκηνή. Πόσο διαφορετικά σας έχει ενδεχομένως ωθήσει να ερμηνεύσετε τους ρόλους σας μία τόσο έντονη διάδραση με το κοινό;

Β: Πολύ και λίγο ταυτόχρονα. Αρχικά, δεν θα έλεγα ότι το στοιχείο της διαδραστικότητας είναι κάτι καινούριο, αφού υπάρχει εδώ και χρόνια στην Επιθεώρηση. Ίσως απλώς να έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια.

Στους «Παίχτες» ο Γιώργος (Κουτλής) έφτιαξε μια συνθήκη που είναι σαν να είσαι μέσα σε ένα live club που στη μέση έχει στοιχείο δράσης. Έφτιαξε μια δομή που αγκαλιάζει το κοινό. Έσπασε έτσι ο «τέταρτος τοίχος» και η υποκριτική έπαψε να γίνεται κεκλεισμένων των θυρών. Όλα πια ήταν υπό το φως του ήλιου και αυτό τράβηξε τον κόσμο -ενώ όταν υπήρχε ο τοίχος αυτός, ήταν σαν να υπήρχε σκοτάδι από τη μια πλευρά.

Είναι κάτι σαν τη δουλειά του μουσικού· όταν είσαι live, δεν παίζεις απλά τα τραγούδια σου προσποιούμενος ότι οι άλλοι δεν υπάρχουν. Υπάρχει ένα πάρε-δώσε. Αυτό εμείς το ζηλέψαμε και θέλαμε να το φέρουμε στο θέατρο.

Η: Και ο Γιώργος (Κουτλής) αντίστοιχα είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του για τη δομή της παράστασης. Αλλά και εμάς, επειδή βρισκόμασταν σε μια στιγμή μετά την πανδημία, μας θυμάμαι από τις πρόβες κιόλας να έχουμε την ανάγκη να τρέξουμε σε όλο το χώρο. Δεν αντέχαμε να μην υπάρχει επικοινωνία με το κοινό, να μην φέρουμε τα πάνω-κάτω. Έδεσε πολύ καλά όλο αυτό.

Ένα άλλο ωραίο στοιχείο είναι το στοιχείο της εξαπάτησης. Το ίδιο το θέατρο είναι μια εξαπάτηση, στην οποία όμως υπάρχει μια συνενοχή: λέμε ότι τώρα θα κάνουμε ότι παίζουμε κάτι και εσείς θα το βλέπετε και θα πιστέψετε ότι είναι αλήθεια. Δημιουργείται μια ωραία σχέση από το γεγονός ότι ενώ παίζω σε κοιτάω, ξέρουμε ότι δεν είναι αλήθεια, αλλά και είναι λίγο. Είναι μια περίεργη σχέση με το κοινό αυτή μεταξύ αλήθειας και ψέματος.

5. Η χαρτοπαιξία -κεντρικό θέμα στο έργο «Οι Παίχτες»- είναι θέμα τύχης. Θεωρείτε ότι η τύχη αυτή ακολουθεί τους ανθρώπους και στην πορεία της ζωής τους ή οι επιλογές που κάνουμε είναι μάλλον πιο «στημένες», σαν «κλεψιά» ίσως σε αυτό που αποκαλούμε «μοίρα»;

Η: Δεν ξέρω, πάντως και στο έργο δεν είναι θέμα τύχης αυτό που γίνεται. Παρόλο που τα χαρτιά υποτίθεται ότι είναι θέμα τύχης -γι’ αυτό άλλωστε και μπορείς πείσεις έναν αθώο να παίξετε, γιατί παιχνίδι είναι και δεν μπορώ να σε κλέψω. Στην παράσταση, όμως, αυτό που που βλέπουμε να κυριαρχεί δεν είναι τύχη· είναι ένα προαποφασισμένο σχέδιο, μια οργάνωση και εκτέλεσή του, η αποτυχία του, η επί τόπου ανασυγκρότηση και διαχείριση μιας καινούριας κατάστασης.

Αν σκεφτώ φιλοσοφικά αυτή την ερώτηση, ίσως πω ότι δεν υπάρχει τόση τύχη. Νομίζω ότι στο τέλος η δουλειά κερδίζει τα πάντα. Με την προσπάθεια και το σωστό timing θα γίνουν τα πράγματα.

Β: (στον Ηλία) Δεν νιώθεις ότι κάποια πράγματα που έχουν συμβεί είναι θέμα τύχης; Γεννήθηκες σε μια οικογένεια που είχε κάποια πράγματα, ενώ ταυτόχρονα της έλειπαν άλλα και μεγάλωσες με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Δεν είναι τύχη αυτό;

Ναι, ζούμε μέσα στην τύχη και ταυτόχρονα έχουμε βούληση και οργάνωση και δράση. Είναι πάντα αξιοθαύμαστο το αποτέλεσμα της δουλειάς… 

Η: Άρα λες ότι υπάρχει τύχη, αλλά μπορείς να τη σπρώξεις κιόλας;

Β: Μπορείς να τη σπρώξεις. Ωστόσο ισχύει και αυτό που λες για τη δουλειά. Ο Ίχαρεφ αυτό κάνει στο τέλος, επαινεί τη δουλειά του, την τέχνη του και την οξυδέρκειά του. Αλλά τελικά τον εξαπατούν κάποιοι που ίσως δεν είχαν ασχοληθεί τόσο με την τράπουλα, ούτε είχαν μια μεγάλη ιδέα, αλλά είχαν τη σωστή πονηρή σκέψη στη σωστή στιγμή…

Ένα προμελετημένο σχέδιο είναι άραγε αρκετό για να καθορίσουμε εμείς και μονάχα εμείς την πορεία της ζωής μας ή χρειαζόμαστε και την τύχη για να μας οδηγήσει προς τα εκεί που επιθυμούμε; 

Οι “Παίχτες” δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το να βρουν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα αλλά, καθώς η συζήτηση μας προχωράει, προσπαθούν να μας θυμίσουν κάτι άλλο…

*Για να διαβάσετε το part 2 της συνέντευξης κάντε κλικ εδώ:

on-fridays-we-love-issue-10-pt-2-oi-paixtes