oi paixtes

On Fridays we Love Issue 10 pt.2: Οι Παίχτες

Προτάσεις

Στη συνέχεια της συζήτησης μας, μεταφερόμαστε ξανά μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Μέσα σε ένα δωμάτιο με πολύ μεγάλη ανάγκη να πάρει ο ένας κάτι που έχει ο άλλος. Ο Βασίλης και ο Ηλίας μοιάζουν να έχουν βάλει στόχο να μας κάνουν να κρεμαστούμε από τα χείλη τους. Και το καταφέρνουν περίφημα.

6. Η παράσταση χαρακτηρίζεται ως φαρσοκωμωδία. Θεωρείτε ότι το συγκεκριμένο στυλ σε αυτή την ιστορία έχει την δύναμη να περάσει μηνύματα καλύτερα από ό,τι θα κατάφερνε ένα διαφορετικό στυλ κειμένου; 

Β: Εκείνη τη στιγμή, για εκείνη την παρέα αυτό το είδος μας βρήκε πολύ ενθουσιασμένους. Δεν ήταν γιατί θέλαμε να περάσουμε κάποιο μήνυμα και ψάχναμε τον τρόπο, αλλά για το “entertainment”, το να έρχεται κάποιος φορτισμένος από τη δουλειά του και να βγαίνει και να έχει γελάσει πολύ. Αυτό μας άρεσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκείνη τη στιγμή.

Η: Νομίζω ότι εμείς ξεκινήσαμε λίγο ανορθόδοξα. Συνήθως στο θέατρο κάποιος ξεκινάει διαβάζοντας ένα βιβλίο, έχοντας μια ιδέα, ένα μήνυμα. Ο δικός μας στόχος ήταν πολύ «παιδικός». Είπαμε «Θέλω να παίξω με τον Βασίλη!» Δεν διαβάσαμε το έργο και θέλαμε να περάσουμε ένα μήνυμα· απλά το βρήκαμε. Και νομίζω τελικά ότι το μήνυμα που περάσαμε είναι αυτό ακριβώς που κάναμε πάνω στη σκηνή: διασκεδάστε, παίξτε, η ζωή είναι ένα παιχνίδι.

Αυτό άρεσε στον κόσμο: έβλεπε κάποιους ανθρώπους πάνω στη σκηνή να γίνονται μεγαλύτεροι από την ίδια τη ζωή, να διασκεδάζουν τόσο πολύ, να υπάρχει τέτοια αγάπη μεταξύ τους και επαφή, που ο κόσμος ήθελε να γίνει κομμάτι του.

Αυτός ήταν ο τρόπος που ξεκινήσαμε το έργο και αυτό εν τέλει μεταφέρθηκε, όχι κάποιο άλλο μήνυμα. Ότι καθιστούμε την κωμωδία σαν τρόπο να βλέπεις τα πράγματα.

7. Το έργο γράφτηκε από τον Γκόγκολ το 1836. Παρά το μεγάλο χάσμα μεταξύ της ανθρώπινης ύπαρξης τότε και τώρα, έχει καταφέρει να γίνει ένα διαχρονικό κομμάτι και να μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ -ίσως μάλιστα τα ζητήματα που θίγει να ταιριάζουν περισσότερο στο σήμερα, παρά στο παρελθόν. Ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο δυνατό μήνυμα που περνά το έργο;

Η: Τα κλασικά έργα νομίζω ότι είναι επίκαιρα, γιατί στον πυρήνα τους τα θέματα που διαπραγματεύονται είναι κοινά για όλους μας. Ο μύθος του Ίκαρου, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, αυτά τα έργα πάντα θα είναι επίκαιρα…

Β: Όσα έχουν επιζήσει -αυτά που λέμε κλασικά-, έχουν επιζήσει για κάποιο λόγο. Το συγκεκριμένο έργο έχει κάτι απομονωτικό δραματουργικά, το οποίο τελικά επέτρεψε σε εμάς να επικεντρωθούμε σε κάτι πιο οικουμενικό και διαχρονικό. Είναι μια πολύ συγκεκριμένη συνθήκη: ένα δωμάτιο πανδοχείου στο οποίο ο Γκογκολ βάζει κάποιους -σαν χαμστεράκια- να αλληλεπιδρούν από το μεσημέρι ως το βράδυ. Δεν υπάρχει τόσο «άπλωμα» σε κοινωνικές περιγραφές της εποχής -κάτι που υπάρχει σε άλλα έργα του Γκόγκολ, περισσότερο ανεβασμένα από του «Παίχτες». Είναι απλά άνθρωποι μέσα σε ένα δωμάτιο με πολύ μεγάλη ανάγκη να πάρει ο ένας κάτι που έχει ο άλλος.

Η απλότητα του έργου βοήθησε να το φέρουμε στο σήμερα και να μπορέσουμε να υπάρξουμε σαν χαρακτήρες ολόκληροι, χωρίς να νιώθουμε ότι παίζουμε ένα έργο εποχής με πολύ περιοριστικά στοιχεία, κρατώντας ωστόσο «γκογκολικά» στοιχεία, αλλά ως έναν βαθμό. Βέβαια χρειαζόταν λίγος μύθος, να πάμε το κοινό κάπου πιο μακριά από εδώ, ωστόσο μόνο τελικά για να ξανά επιστρέψουμε. Είναι σαν ένα όχημα το οποίο σιγά σιγά αποδομείται, δείχνοντας ότι τελικά είναι ο Ηλίας και ο Βασίλης που απλά είναι ακραίοι.

8. Η παράσταση αναφέρεται σε έναν κόσμο που όλοι κοιτούν το συμφέρον τους, κοιτούν να βλάψουν τον διπλανό τους, κοιτούν να σώσουν το «τομάρι» τους. Τι ερωτήματα θεωρείτε ότι μπορεί να γεννήσει στον κόσμο που το παρακολουθεί σχετικά με την ανθρώπινη φύση κάτι τόσο «αρνητικό» και «μαύρο»;

B: Δεν ξέρω αν οι θεατές μπήκαν σε τέτοιο προβληματισμό. Περισσότερο πιστεύω ότι είδαν ψυχές σε ακραία κατάσταση βούλησης, σε ακραία κατάσταση στοχοθεσίας. Όταν αυτό γίνεται αντικείμενο μελέτης για τον θεατή, μπορεί να τον κάνει να λειτουργήσει με διάφορους τρόπους: από τη μια, μπορεί να συνειδητοποιήσει κάτι και να τον «γιατρέψουμε». Από την άλλη μπορεί να τον ωθήσουμε στην παρανομία και να του καταστρέψουμε τη ζωή.

Εμείς προσπαθήσαμε κυρίως να βάλουμε μέσα στο κλουβί «καρχαρίες» και να δούμε τι θα γίνει. Ακόμη και στα μικρά παιδικά αρέσει να βλέπουν τα άκρα από ένα ασφαλές σημείο που είναι διασκεδαστικό. Είναι νομίζω ενδιαφέρον. Ένας κλόουν είναι πάντα αστείος.

9. Ο Γιώργος Κουτλής, σκηνοθέτης της παράστασης, αναφέρεται σε εσάς ως «…άνθρωποι για τους οποίους το παιχνίδι είναι στάση ζωής, σαν μια βαθιά ριζωμένη παιδική συνήθεια, που δεν γίνεται να την εγκαταλείψεις, ανεξαρτήτως ηλικίας. Και με αυτό ως «καύσιμο» της ψυχής τους, παίζουν θέατρο, μουσική και συχνά ο ένας τον άλλο». Αναφέρθηκε το «παιχνίδι» ως στάση ζωής, όμως μέσα στην παράσταση γίνεται λόγος για ένα διαφορετικό «παιχνίδι», σκοτεινό, άσχημο, ένα παιχνίδι εκμετάλλευσης. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να έρθουν αυτά τα δύο είδη «παιχνιδιού» και να δέσουν τόσο αρμονικά πάνω στη σκηνή;

Β: Από τη μια το παιχνίδι με τον πολύ θετικό τρόπο και από την άλλη το παιχνίδι με πολύ αρνητικό τρόπο…. Πάλι μπαίνουμε σε ηθικά δίπολα. Δεν θα έπρεπε να προκαλεί απορία που το θετικό και το αρνητικό παιχνίδι συνυπάρχουν, γιατί αυτό υφίσταται σε μια κωμωδία -για παράδειγμα, ο πρωταγωνιστής πέφτει από δύο ορόφους και, ενώ θα έπρεπε να είχε πεθάνει, σηκώνεται και προχωράει. Οπότε βάζεις μέσα στη χύτρα όλα τα αρνητικά, γιατί είναι η ευκαιρία σου να το κάνεις. Αν ήταν όλα θετικά, δε θα γελούσε κανείς.

Η: Δεν θα γελούσε κανείς και δεν θα υπήρχε και ιστορία! 

Β: Πρέπει να υπάρχει σύγκρουση και όσο χειρότερη είναι η σύγκρουση, τόσο το καλύτερο. Αυτή είναι η μηχανή της κωμωδίας, τίποτα άλλο.

10. Οι χαρακτήρες σας έχουν ένα εντελώς διαφορετικό προφίλ, τελικά, όμως, γίνονται θύματα εξαπάτησης και οι δύο. Ήταν το τέλος τους το ιδανικό για εσάς ή θα περιμένατε κάτι άλλο;

Β: Η μοίρα του ενός και άλλου φαίνονται να μη σχετίζονται. Κι όμως… Γράφτηκε για να γίνει αυτό. Πρέπει να πιάσεις έναν ήρωα, να τον ανεβάσεις πάνω, να τον πετάξεις κάτω, να τον ανεβάσεις ξανά και να τον φέρεις ξανά κάτω. Πρέπει να γίνει αυτό -όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο.

Τι άλλο θα μπορούσε να είχε συμβεί; Πάρα πολλά, αλλά δεν το απαντάμε αυτό στο θέατρο. Εμείς λέμε ιστορίες. Ναι, θα μπορούσαν να γίνουν τα πάντα. Αλλά αν όλα ήταν θετικά, δε θα είχαμε έργο. Αν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα δεν πεθάνουν ερωτευμένοι, δεν το διαβάζεις, δεν σε απασχολεί. Να σου πω μια ιστορία για δύο που αγαπήθηκαν και έφυγαν μαζί; Βαριέμαι, δεν θέλω.

Η: Εκτός αν το λες εννοώντας ότι αγαπάμε τους ρόλους μας τόσο… (γέλια)

Β: Είναι αυτό που λέμε «το θέατρο του παιχνιδιού». Είναι σαν να έχεις μια μαριονέτα και να θες να την κοπανίσεις, να την ξεφτιλίσεις. Γιατί έτσι εμφανίζεται η κωμωδία. Αν δεν πατήσει κάποιος μπανανόφλουδες, δεν σου δίνεται η δυνατότητα για κωμωδία.

Για εμένα, αυτό ήταν το πρόβλημά μου με τον ρόλο μου: ήμουν πάρα πολύ σοβαρός σε σχέση με τους άλλους, χωρίς να μου δίνει ο συγγραφέας πολλές κωμικές συνθήκες. Ήμουν ψύχραιμος, παρακολουθούσα όντας λίγο απών. Παλέψαμε να βρω μπανανόφλουδες να πατήσω, για να είμαι μέσα στο παιχνίδι της κωμωδίας. Οπότε τα πράγματα είναι γραμμένα έτσι όπως έπρεπε να γίνουν. Δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια καλύτερη εκδοχή…

Η: Ίσως χειρότερη, αυτό θα άξιζε…

Η ηχογράφηση σταματά.

Και κάπου εκεί ξεκινά να τρέχει το μυαλό.

Διασκεδάστε, παίξτε, η ζωή είναι ένα παιχνίδι τους ακούμε να επαναλαμβάνουν στα αυτιά μας και τώρα πια δε μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε. 

Γιατί αν κάτι μας έμαθαν αυτοί οι δύο “Παίχτες” είναι πως το παιχνίδι έχει πάντα χώρο στις ζωές μας και πως δεν πρέπει να φοβόμαστε να πατήσουμε τη μπανανόφλουδα.

*Για να δείτε το part 1 της συνέντευξης κάντε κλικ εδώ:

on-fridays-we-love-issue-10-pt-1-oi-paixtes